Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΠΑΙΞΩ ΣΑΝ ΖΩΝΤΑΝΕΥΟΥΝΕ ΣΤΟ ΣΚΑΚΙ Τ’ ΑΛΟΓΑ ΜΟΥ;

 

Ι. Φωτιές ανάβω γύρω από σπίρτο μοναχό και το λατρεύω.

 

II. Όταν το νύχι μου σκίζει την κάλτσα μαζεύομαι όλος εκεί

 

III. Έσκυψαν απ’ το βάζο να τα μυρίσω

έσκυψαν     κι έπεσαν στο πάτωμα

 

IV. Η φλόγα τρεμόσβηνε κι εγώ τη μετέφραζα

 

V. Ξάφνου το ρεύμα κόπηκε κι η μάνα μου έβγαλε σουγιά.

 

VI. Φόνος και τύχη γίναν ένα στη μέση εγώ σελιδοδείχτης.

 

VII. Ψάξανε φέτος τον τάφο το μόνο που βρήκανε το τρομερό κινούμενο γάντι του.

 

VIII. Γύφτισσα με τσεμπέρι μου είπε λόγο κι ο λόγος του έγινε μοίρα· και σημαίνει μοίρα, χαζό πουλί καθήμενο στα σύρματα των νεύρων.

 

ΙΧ. Ένα άσπρο πόνεϊ είναι ο θάνατος

 

Χ. Τεράστια βυζιά στους δρόμους για να μεγαλώνουμε.

 

ΧΙ. Ο ζητιάνος ανέβηκε στην Ακρόπολη, από κει γέμισε την Αθήνα δεκάρες άστραψαν οι δρόμοι καθαροί ολοκάθαροι ο καιρός στραβώθηκε.

 

ΧΙΙ. Όταν τη ρώτησαν ποιος ο Ντα Βίντσι    τότε ήταν που χαμογέλασε.

 

ΧΙΙΙ. Φυλάξου μάνα· γεννιέμαι.

 

XIV. Το μαυσωλείο τους βρίσκεται στην οδό Σοφοκλέους, στα σαράφικα. Στα ραφάκια κοιμούνται προσεκτικά.

 

XV. Και πώς να παίξω σαν ζωντανεύουνε στο σκάκι τ’ άλογά μου;

 

XVI. Αύγουστος αχ! κι οι πόροι μου τσαμπιά όπου στάζουνε βαριά παχιά ποντίκια μουδιασμένα..

 

XVII. Στην εξοχή τ’ άγρια βράχια στο σπίτι σπασμένα σαπούνια.

[ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ από τη δεύτερη ενότητα της ομότιτλης συλλογής του Γιάννη Βαρβέρη

ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ 1978 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Γιάννη Βαρβέρη ΤΟΜΟΣ Α Ποιήματα 1975-1996]

Από την ίδια συλλογή ανθολογούνται και τα παρακάτω ποιήματα:

2. ΣΠΗΛΙΑ ΣΕ ΧΡΩΜΑ ΒΥΘΟΥ ή τι απόγινε ο νεοσύλλεκτος

3. ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΒΓΑΙΝΕΙΣ, Ακουμπάς το μάτι στον τοίχο…

4. ΜΕ ΤΑΚΤ, Σφηνώθηκε μια πόρπη εκεί που σμίγουνε τα φρύδια μου

5. ΦΤΕΡΟΥΓΑ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΕΝΤΟΝΙ, Μα εγώ πού να πάω…

6. ΟΙ ΟΡΓΙΛΟΙ, Γνώρισα κάποτε ένα νούμερο ονόματι Ρασέλ…

7. ΕΓΩ ΣΕ ΛΑΪΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ, Πικρό του κουταλιού…

8. ΟΙ ΑΙΝΟΙ, Μη με ρωτάς τι αίνους συλλαβίζω

9. ΣΤΡΤΠΤΙΖ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ, Φαντάσου λοιπόν κάπου στο βάθος έτοιμη μια θάλασσα…

10. ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ, Δε μου ανήκει στίχος κανένας… και (κατακλείδα)

11. Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ, Ο σπαραγμένος από τόσους σπαραχτές τον κόπρο γύρω του σπαθίζοντας… μίλησε για το σύμπαν!

 


 

ΣΗΜΑΙΑ ΣΕ ΧΡΩΜΑ ΒΥΘΟΥ ή ΤΙ ΑΠΟΓΙΝΕ Ο ΝΕΟΣΥΚΚΕΚΤΟΣ (από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ 1978)

Το φύκι χορεύει

ποντίζουν καλώδια

ποντίζουν σφουγγάρια.

 

Κι αν τύχει

αν το ψάρι διαβεί

φορεί για μουστάκι το φύκι .

 

Κι αν τύχει

και το ψάρι μιλήσει

θα πνιγεί.

 

Μπλε ο κήπος

σεντούκια ναυάγια δόντια μπλε

μπλε μπλε σφυρίζουν σεντόνια

έρως μπλε μπλε

κουφά όλα μπλε όλα.

 

Κι ο στρατιώτης Ερρίκος στη χλαίνη

καλός κηπουρός: ας χωλαίνει

χωλαίνει  ανεβαίνει ανεβαίνει

νεκρός με την άνωση.

 

ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΒΓΑΙΝΕΙΣ

Τα βράδια δεν είναι να βγαίνεις.

Ακουμπάς το μάτι στον τοίχο το στυλώνεις

να βρει το δρόμο του:

τυφλός τοίχος

πίσω απ’ τον τοίχο το μέλλον

πιο πίσω το παρελθόν

πιο πίσω ακόμα η θάλασσα

πόρτες και πόμολα άνοιξε πέλαγα

τζάμια και δάση τρύπησε κάστρα

το μάτι

και είδε

σαν τον κυκλώνα

που δε βλέπει τίποτα μπροστά του

είδε και σάρωσε.

Ώσπου με την αυγή θυμήθηκε

με χτύπησε στον ώμο

γύρεψε τόπο να διαβεί

να βρει της νύστας του τη θήκη

ένα κάτι

σαν το μάτι μου.

 

Που ’χε σκληρύνει και φουσκώσει

ξύλινο αυγό του μανταρίσματος

έσπασε την καρδιά

και των αυγών των κόκκινων

και των παιδιών

και των ματιών των κόκκινων

αυτό το δήθεν κόκκινο.

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ 1978]

 

ΜΕ ΤΑΚΤ (από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ 1978)

Σφηνώθηκε μια πόρπη εκεί που σμίγουνε τα φρύδια μου

ώστε τραυλίζει η όλη εικόνα

όπου:

έπιπλα κουτσά ξεχύθηκαν στους δρόμους

κοντοί πολίτες κλείνουνε το μάτι σε ψηλούς

στην παραλία κάτι ζωντόβολα ρίχνουν πετρούλες στο γιαλό

κι εκείνος τις εκσφενδονίζει πίσω – βαφτισμένες

ο ήλιος κι αυτός έστησε καλαμάκι μιαν αχτίνα

ίσια στη θάλασσα

τέλος εκείνη χώρεσε σε μιας βρυσούλας το λαιμό

κι ετούτο το λαιμό θα στύψει η Πολιτεία

να μας υδρεύσει

πάρεξ αν δώσει και κάνουν σινιάλο οι ποιητές

να γίνει ο κόσμος

ένα μεγάλο

μα πάρα πάρα

πολύ μεγάλο

Δάκρυ.

 

ΦΤΕΡΟΥΓΑ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΕΝΤΟΝΙ

Φτερούγα τεράστια πάνω στο σεντόνι

μα εγώ που να πάω

γελοία φτερούγα

σαν φιλική γροθιά του Αμερικάνου

στα φιλμς.

 

Φτερούγα τεράστια πάνω στο σεντόνι

τρελή πιρόγα σκίζει το ποτάμι

σκάζοντας μύτη ο αλιγάτορας

ύστερα πάλι λείο ποτάμι

ύστερα πάλι στρογγυλό τ’ αυγό πουλιού

που ζέστανε η φτερούγα

σαν να μην έσπασε ποτέ

σαν να μη βγήκα

μυωπική στρουθοκάμηλος.

 

Έλεγες: όταν οι νέγροι πίνουν

χαλκός αχός δεν ακούγεται.

Κι όταν γευόσουνα της μαμάς

νοστιμότατες μπάμιες

το σπέρμα μου θυμόσουνα.

 

Φτερούγα τεράστια πάνω στο σεντόνι

μα εγώ πού να πάω

με τις παντόφλες να γελάνε

και με μια φέτα κρύο καρπούζι να γελάει σαν στόμα.

 

Δώσε μου τα γυαλιά στρουθοκαμήλου

να την καταβροχθίσω αυτή τη φέτα

όπως μικρός σε λύπη

έπαιζα φάλτσο φυσαρμόνικα.

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ 1978]

 

ΟΙ ΟΡΓΙΛΟΙ (από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ 1978)

Γνώρισα κάποτε ένα νούμερο

ονόματιΡασέλ

φορούσε πάντα μακρυμάνικα

και χρόνια πολεμάω να με ξεχάσει.

Άλλοτε είπα: πως αδέλφια δεν έχω∙

τώρα θα πω: τι κακό να ’ναι κανείς

αριθμομνήμων της αδελφής του.

Καθώς εκείνη με το μπόλι της φωτιάς

στο μπράτσο

όλοι οι οργίλοι

μιλούνε για τόπους τελέσεως

κι όλοι φορούνε μακρυμάνικα.

Όλοι οι οργίλοι βιάζουμε σήραγγες

ύστερα πίνουμε νερό της βρύσης

-το πολύ μισό-μισό –

και βλέπουμε ψηλά

μη και μας έρθει πετεινός κανείς εξ ουρανού

να μας λαλήσει έστω και τρις.

 

Ήταν να μη γεννιότανε η Ρασέλ.

Τώρα, τώρα, χεράκι χεράκι, μέχρι το θάνατο.

 

ΕΓΩ ΣΕ ΛΑΪΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ

Πικρό του κουταλιού

κι ο καφές πέτρωσε και ράγισε

απόκρημνος σαν μάτι γέροντα.

Στην καύτρα ροχαλίζει το μεράκι

λάμπουνε οι βέρες γύρω απ’ της τράπουλας το ντέρτι

και κάποτε σαν άτι σαν μαστίγιο

σπαθίζει το τσουλούφι του

ένα ιδρωμένο ντέφι.

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ 1978]

 

ΟΙ ΑΙΝΟΙ (από συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ 1978)

Μη με ρωτάς τι αίνους συλλαβίζω·

αφού ανδρώθηκα με τους τελευταίους σπασμούς του θηρίου

δεν είχα αδέλφια ούτε βόλια.

Όμως αλήτευα μέρες και νύχτες

στις πλατείες

χάζευα τα πολύχρωμα με τις εναλλαγές

ανάδευα μ’ ένα κλαδί στο βάθος

τα θούρια που κάπνιζαν.

Μη με ρωτάς ποτέ πού τους θυμήθηκα.

 

Καμιά φορά αστράφτω κι εγώ

και τυφλώνομαι.

 

ΣΤΡΙΠΤΙΖ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ  (από τη μουσική για το Sweet Movie του Μάνου Χατζιδάκι)

Φαντάσου λοιπόν κάπου στο βάθος έτοιμη  μια θάλασσα. Θα μας χρειαστεί.

Και φαντάσου τώρα τρένο παιδικό και παιδάκια μέσα. Εκεί ο Θάνος, η Μαρία, η Ελένη κι εγώ μ’ άσπρα χειλάκια χαραγμένα απ’ το ξίδι και το φιλί. Και τ’ άλλα παιδάκια στα βαγόνια με σώματα γεμάτα ουλές αραδιασμένα στους διαδρόμους μετά τον άγριον έρωτα, έρωτα πάλι να λαχταρούν. Φαντάσου ακόμα γάτες να δρασκελάν τις σάρκες, γάτες βυθίζοντας το πιο μεγάλο νύχι μέσα στις ουλές: όμως προσέχοντας τη λευκή σάρκα, την άθικτη, όπου υπάρχει.

Αρχίζει τότε ο μικρός Θάνος ν’ αυνανίζεται σφυρίζοντας το Βαρκάρη του Βόλγα κι εμένανε με πνίγει κάτι σαν χλωρίνη, τι μου ’ρχεται τότε και κάνω το σταυρό μου η Ελένη δίπλα ζουπάει το γόπα της στο στήθος μου μετά βάζει τα κλάματα γυρεύει τη μαμά της τη γόπα της. Στ’ άλλα βαγόνια άλλα πολλά συμβαίνουν που εμείς δεν τα βλέπουμε.

Τώρα φαντάσου πως

εκείνη τη στιγμή ακριβώς

κι αμέσως πριν φουντάρει στη θάλασσα μ’ όλους εμάς το τρένο

έγινε πιάνο.

 

Άκου…

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ 1978]

 

 

ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ (από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ 1978)

Δεν μου ανήκει στίχος κανένας. Οι φίλοι μου τους χειρούργησαν όλους.

Οι ακέραιοι φίλοι μου Μπρασένς και Φερρέ. Και οι άλλοι.

Και δεν είναι κεφάλι τούτο, είναι μίσος.

Και τα πλαστικά κρινάκια της μαμάς τ’ απόθεσα στην πύλη του Πολυτεχνείου.

Δεν είναι κεφάλι τούτο που δεν ξεχωρίζει το τόξο απ’ το βέλος.

Έτσι και να σκοτώσω δε θα το χαρώ,

δε θα μάθω ποτέ με τι σκότωσα.

Δεν είναι κεφάλι τούτο που καπνίζει

κορδελίτσες χορεύοντας οριεντάλ

σάρκες και οστά ιδεών κι απολαμβάνει.

Πήρα κι εγώ το σκαρπέλο και το συγύρισα,

βγήκα επιτέλους στον αγώνα

ξεκάλτσωτος με πέδιλα της κακιάς ώρας και σγουρό μαλλί σίγουρο.

Μα πάλι δε διαβάζονται οι στίχοι μου·

μέσα κι έξω όλοι μου οι στίχοι

ραβδώσεις της ζέβρας κι εγώ δεσμοφύλακας.

Όπως απέξω έτσι και μέσα βρήκα

του Σαρτρ το χαλικάκι

στο μάτι τους

και στο δικό μου μάτι τον ίδιο λύκο βρήκα

να βυζαίνει και να μη σώνομαι.

 

Τι άλλο να θέλει το ποίημα παρά να περάσεις την κλωστή στη βελόνα

– κι αλήθεια τη νύχτα γεμίζει κλωστές το δωμάτιο –

ακόμα κι ο Όμηρος τα κατάφερε σκέφτομαι·

αλλά πού βελόνα να τρυπήσω τη νύστα στον κρόταφο…

 

Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ: Ο σπαραγμένος από τόσους σπαραχτές την κόπρο γύρω του σπαθίζοντας…

…εκείνος που ως τα ύψη μέθυσε την έξαρσή του     με της χήνας του τα φτερά

και δεν εγνώρισε τη δρόσο απ’ το φιρίκι    μίλησε για το σύμπαν.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ: Ο ιματισμός ετούτος μάχιμος δεν είναι     εδώ τα ορνίθια γύρω σου  κείτονται ζαλισμένα     γίνε στρατιώτης δυνατός - κανένας δε γεννήθηκε –  μόνο η ανάσα του άλλου σε λαβώνει     από τα πέρατα μέχρι τα πέρατα.

ΕΓΩ: Η αίρεση του καθενός μας είναι το έργο του.    Σου λέω πως είμαι ο βιαστής    ηλιόλουστων νυχτών     και για ουρανίσκο έχω τον ουρανό.    Μη με διώκεις. Ουρανόθεν η ανάμνηση    με  μαστίζει    του ακριβού βελούδου.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ: Βαφτίσου σ’ ένα λόγο, θρονιάσου σ’ ένα πόνο    λευτέρωσε την άχνα απ’ το καρβέλι     εκεί η ψυχή σφαδάζει, δώσ’ της κρασί    να βγει στους δρόμους, μίλα για θύτες άνδρες·    θα εκλείψει ευθύς ο Αυγείας.

ΕΓΩ: Κήπος αδιάβατος, κανένα πέλμα να στενάζω,    χρόνους και χρόνους  [εν τω γεννάσθαι],    πώς μπόρεσα; Ένα πουλί κάθε νυχτιά    στις γρίλιες    τη θλίψη μου μηνούσε με το ράμφος.    Και τη μνήμη του πάλευα. Και ποτέ    δεν ερχόταν.   Το βιος μου τούτα δω τα δόκανα.    Τι βία με καλείς να μετέλθω;

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ: Πέφτω στα γόνατα του δρόμου, χιμάω    τα στήθη    πάνω στις φαύλες μάχαιρες. Τούτη    είν’ η βία μου.     Δεν είμαι εγώ, σε διώκει αυτό    το αιμάτινο βελούδο    που είναι, να ξέρεις, των ανθρώπων όλων   κοινό χιτώνιο. [από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ 1978]

Τετάρτη, 9 Δεκεμβρίου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ